- θωρακοτομία
- ητομή του θωρακικού τοιχώματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θωρακοτομία — η ιατρ. χειρουργική τομή ή διάνοιξη τού θωρακικού τοιχώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thoracotomie < thoraco (πρβλ. θώραξ) + tomie (πρβλ. τομία < τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek